Η κόκκινη μπογιά του έρωτα

Image

Σήμερα το πρωί, μετά το πρωινό τον σκέφτηκα. Δεν τον σκέφτομαι κάθε μέρα, παρόλο που θα ήταν φυσιολογικό. Θυμήθηκα τα μεγάλα καστανά του μάτια και πως με κοιτούσε σαν κουτάβι κάθε φορά που ανακοίνωνε τις απάτες του. Πάντα εγώ ήμουν η καλύτερη βέβαια. Άλλη σαν κι εμένα καμιά. Εγώ ήμουν το λιμάνι κι εκείνος το καράβι. Κι οι απάτες του, η θάλασσα ολόκληρη.  Τις θυμήθηκα κι αυτές. Όμορφες, λάγνες, σκοτεινές και ποτέ μυστικές. Αγαπούσε τις απάτες του μόνο επειδή μπορούσε να μου τις λέει. Αλλιώς δεν είχαν νόημα κανένα.

Θυμήθηκα τη μυρωδιά του που ήταν ξένη και οικεία μαζί. Εκατό και είκοσι οι μήνες, εκατό και είκοσι οι μυρωδιές. Μια φορά έφυγε και μ’ άφησε για δυο μήνες ολόκληρους. Ήταν αυτοί οι μήνες λες και είχα χάσει την όσφρησή μου.

Είπαμε να χωρίσουμε μετά. Δεν τραβάει, μου έλεγε. Δεν σου αξίζω, μου έλεγε και έκλαιγε και πέφτανε τα δάκρυα του κρύα πάνω στον ακριβό καναπέ που μας είχε πάρει η μάνα του στο γάμο μας. Ωραίος γάμος. Ήταν η μόνη φορά που ήμουν σίγουρη πως δεν θα έφευγε στα κρυφά για να γυρίσει το πρωί φέρνοντάς μου λευκά λουλούδια. Χωρίσαμε τελικά. Έκλαψα μόνο εγώ στ’ αλήθεια.

Και ο καιρός πέρασε.

Η πόρτα χτύπησε. Ήταν Σάββατο πρωί. Ήταν αυτός που κρατούσε ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα. Τον αγκάλιασα, τον φίλησα ζεστά στα χείλη και του είπα να περιμένει στην πόρτα. Πήγα στο δωμάτιο και πήρα το όπλο που μου είχε δώσει ο πατέρας μου όταν μετακόμισα μακριά τους. Γύρισα στην πόρτα και τον πυροβόλησα στο μέτωπο. Όλες του οι απάτες και όλες του οι μυρωδιές σκόρπισαν στο καινούριο μου σπίτι. Μου είχαν λείψει. Τα λευκά τριαντάφυλλα βάφτηκαν κόκκινα. Και το είχα παράπονο μια φορά να μου φέρει κόκκινα λουλούδια. Πάλι εγώ φρόντισα για τον εαυτό μου.   

–          Το έχεις μετανιώσει;

–          Όχι. Το μόνο που έχω μετανιώσει είναι που με πιάσανε.

–          Ισόβια δηλαδή;

–          Ισόβια. Και τώρα σκεπάσου καλά. Στο κελί αυτό κάνει πολύ κρύο.

Leave a comment